- ταοϊστής
- ο, Νοπαδός τού ταοϊσμού.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. taoist (< tao + -ιστής*)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
ταοϊσμός — Φιλοσοφικοθρησκευτικό ρεύμα της αρχαίας Κίνας, που εμφανίστηκε κατά την περίοδο της δυναστείας των Τσόου. Δύο υπήρξαν οι πλευρές ή καλύτερα οι φάσεις του τ., κατά χρονολογική σειρά. Η πρώτη ήταν ο φιλοσοφικός τ. (Τάο τσια), που αναπτύχθηκε μεταξύ … Dictionary of Greek
Κου Kάι-τσιν — (Ku K’ai chih, 4ος αι. μ.Χ.). Κινέζος ζωγράφος. Πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση του υπάρχουν μεταξύ των ετών 345 405. Ήταν ποιητής, ενεργός ταοϊστής και θεωρητικός της τέχνης, διάσημος στην εποχή του για τις προσωπογραφίες συγχρόνων του και… … Dictionary of Greek
Λι Πο ή Λι Τάι-πο — (Τουρκεστάν 701 – 762). Κινέζος ποιητής. Άκμασε κατά τη δυναστεία των Τ’ανγκ, δηλαδή στην πιο ανθηρή περίοδο της κινεζικής ποίησης. Γεννήθηκε στο Τουρκεστάν της κεντρικής Ασίας που τότε ήταν κινεζικό έδαφος, από εξόριστη κινεζική οικογένεια.… … Dictionary of Greek